- εξιλεούμαι
- -όομαιβλ. εξιλεώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων.-αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ- τού ιλάσκομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξιλεοῦμαι — ἐξιλεόω appease pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιλεώνω — (AM ἐξιλεῶ, όω) καταπραΰνω, εξευμενίζω νεοελλ. παθ. συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ απέναντι σου;») αρχ. μσν. 1. εξαγνίζω, καθαιρώ 2. μέσ. ἐξιλεοῡμαι παρακαλώ, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξιλεούμαι] … Dictionary of Greek
προεξιλεούμαι — όομαι, Α [ἐξιλεοῡμαι] συμφιλιώνομαι προηγουμένως με κάποιον … Dictionary of Greek